αειθαλή

αειθαλή
Τα φυτά που διατηρούν πράσινα φύλλα σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα φύλλα τους δεν πέφτουν, αλλά ότι πέφτουν σταδιακά, έτσι ώστε πάντα να υπάρχουν κάποια ζωντανά (πράσινα). Τα α. φυτά αναπτύσσονται κυρίως σε υγρά δάση, π.χ. τροπικά, ή σε περιοχές με σύντομη βλαστική περίοδο (Αρκτική) ή με χειμερινές βροχές (Μεσόγειος). Τα φύλλα των φυτών αυτών διαθέτουν προστατευτικές προσαρμογές που τους επιτρέπουν την επιβίωση στις δυσμενείς περιόδους: έχουν για παράδειγμα παχιά επιδερμίδα ή τρίχες ή είναι αναδιπλωμένα για να αποφεύγουν την εξάτμιση. Α. είναι φυτά που ανήκουν σε διάφορες συστηματικές κατηγορίες, όπως τα περισσότερα κωνοφόρα, που αποτελούν το 35% των δασών της Γης, πολλά αγγειόσπερμα, όπως τα γνωστά μας καλλιεργήσιμα δάφνη, ελιά, πορτοκαλιά, αλλά και πολλά άγρια που αποτελούν το 48% των δασών της Γης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀειθαλῆ — ἀειθαλής evergreen neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀειθαλής evergreen masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀειθαλής evergreen masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • φυλλοβόλος — α, ο / φυλλοβόλος, ον, ΝΜΑ (για πολυετή φυτά) αυτός τού οποίου τα φύλλα πέφτουν κατά το φθινόπωρο, αυτός τού οποίου τα φύλλα έχουν διάρκεια ζωής μιας μόνον βλαστητικής περιόδου και αποπίπτουν προς το τέλος της (α. «δένδρα αειθαλή και φυλλοβόλα» β …   Dictionary of Greek

  • Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική …   Dictionary of Greek

  • φυλλοβόλα — Φυτά εφοδιασμένα με όργανα που έχουν μικρή διάρκεια ζωής, σε σύγκριση με τον βιολογικό κύκλο του ίδιου του φυτού. Για παράδειγμα ο κάλυκας της κοινής παπαρούνας των αγρών, πέφτει μόλις τα πέταλα αρχίζουν να ανοίγουν. Αλλά πολύ σημαντικότερο και… …   Dictionary of Greek

  • CAERON — CAERON. Video esle viros doctos (inquit Bochart. l. 1. Phaleg. c. 3.) qui ab his dislentire Iosephum putant, cum arcae reliquias ostendi dicit l. 20. Iud. Ant. c. 2. in regione Καιρῶν Caron, quam Adiabenes Rex Monobazus dedit Izati filio; χώραν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αζαλέα — (azalea). Κοινή βοτανική ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται πολυάριθμα είδη των γενών α. και ροδόδενδρο, της οικογένειας των ερεικιδών. Είναι φυτά θαμνώδη, ποικίλου μεγέθους, με επιβλητική άνθηση και εντυπωσιακά λουλούδια, αειθαλή, ιθαγενή τα… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”